- γεννήτορι
- γενέτηςbegettermasc dat sgγεννήτωρmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάναρχος — ον, ΝΜΑ [ἄναρχος] θεολ. 1. ο επίσης άναρχος, αυτός που δεν έχει αρχή, όπως και κάποιος άλλος («πῶς γέννημα δυνατὸν εἶναι συνάναρχον τῷ γεννήτορι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. προσωνυμία τού ομοούσιου με τον Πατέρα Υιού και τοῡ Αγίου Πνεύματος. επίρρ...… … Dictionary of Greek